- αερόσκαλα
- ηχώρος στη θάλασσα για την προσθαλάσσωση και αποθαλάσσωση των υδροπλάνων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αερόσκαλα — η αποβάθρα υδροπλάνων, περιοχή τής ακτής κατάλληλα διαρρυθμισμένη για την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών στο υδροπλάνο, τον ανεφοδιασμό τών σκαφών αυτών και την ανέλκυσή τους στην ξηρά … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αποβάθρα — Σανίδα ή σκάλα που ενώνει το πλοίο με την ξηρά και χρησιμεύει για την επιβίβαση ή την αποβίβαση των επιβατών. Υπάρχουν επίσης α. για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση των εμπορευμάτων με τα αναγκαία ειδικά σύνεργα για εργασίες του είδους, καθώς και… … Dictionary of Greek
απόβαθρα — Σανίδα ή σκάλα που ενώνει το πλοίο με την ξηρά και χρησιμεύει για την επιβίβαση ή την αποβίβαση των επιβατών. Υπάρχουν επίσης α. για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση των εμπορευμάτων με τα αναγκαία ειδικά σύνεργα για εργασίες του είδους, καθώς και… … Dictionary of Greek